χλευαστικοῦ

χλευαστικοῦ
χλευαστικός
derisory
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκώπτω — ΝΜΑ εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω, κοροϊδεύω («τὰς Λακωνικὰς μάχαιρας εἰς τὴν μικρότητα σκώπτειν», Πλούτ.) αρχ. 1. (με καλή σημ.) αστεΐζομαι με κάποιον, πειράζω 2. λέω αστεία, είμαι αστείος 3. λέω λόγια μικρής σημασίας, δεν λέω σπουδαία λόγια.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”